- πλακουτσωτό
- yassı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ανάβλεψ — (anableps). Γένος μικροκυπρίνων, ψαριών της οικογένειας των κυπρινοδοντιδών. Ζουν στα ποτάμια της τροπικής Αμερικής και κολυμπούν κοντά στην επιφάνεια του νερού με το μισό κεφάλι μέσα και το μισό έξω. Για τον λόγο αυτό τα μάτια τους έχουν… … Dictionary of Greek
μπουλντόγκ — (bulldog). Ράτσα σκύλου αγγλικής καταγωγής, που χρησιμοποιείται ως φύλακας. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι. το χρησιμοποιούσαν στους αγγλικούς στίβους για τους αγώνες κατά των ταύρων (από αυτό προήλθε και το όνομά του bull = ταύρος, dog = σκύλος). Το… … Dictionary of Greek
πλακουτσοκέφαλος — και πλατσουκοκέφαλος, η, ο, Ν αυτός που έχει πλατύ, πλακουτσωτό κεφάλι, ο πλατυκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + κεφάλι (πρβλ. χοντρο κέφαλος). Ο τ. πλατσουκοκέφαλος με μετάθεση] … Dictionary of Greek
σιμοποιώ — έω, Α καθιστώ σιμό κάτι, κάνω κάτι πλακουτσωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης» + ποιῶ*] … Dictionary of Greek
σιμοπρόσωπος — ον, Α αυτός που έχει πλακουτσωτό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης» + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακρο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
αμείουρος — (ameiurus).Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και ως ικτάλουρος. Ζουν αποκλειστικά σε περιοχές της Bόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν μεταφερθεί και εγκλιματιστεί στα νερά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Είναι ψάρια του γλυκού… … Dictionary of Greek
αφανόπους — (aphanopus). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των σκομβριδών. Ζουν στην επιφάνεια σχεδόν όλων των θαλασσών και κυρίως στον Ατλαντικό. Έχουν σώμα πλακουτσωτό και μακρύ που καταλήγει σε μυτερή ουρά και χρώμα πρασινογάλαζο στη ράχη και ασημί … Dictionary of Greek